αδικοπλουτίζω

αδικοπλουτίζω
αμετ. незаконно обогащаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδικοπλουτίζω" в других словарях:

  • αδικοπλουτίζω — και αδικοπλουτώ αποκτώ πλούτη με αδικίες ή παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + πλουτίζω] …   Dictionary of Greek

  • αδικοπλουτίζω — αδικοπλούτισα, πλουτίζω με αδικίες: Λίγοι είναι οι πλούσιοι που δεν αδικοπλούτισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»